έλαση — η (AM ἔλασις) νεοελλ. 1. η έλξη οχήματος από ζώο 2. σφυρηλασία μετάλλων 3. μηχανική κατεργασία, σφυρηλάτηση μετάλλων για κατασκευή ελασμάτων, σύρματος κ.λπ. || αρχ. μσν. αρπαγή, απαγωγή ως λεία αρχ. 1. απέλαση, εκδίωξη, εξορία 2. πορεία στρατού,… … Dictionary of Greek
ἐλάσῃ — ἐλάσηι , ἔλασις driving away fem dat sg (epic) ἐλαύνω drive aor subj mid 2nd sg ἐλαύνω drive aor subj act 3rd sg ἐλαύνω drive fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάσηι — ἔλασις driving away fem dat sg (epic) ἐλάσῃ , ἐλαύνω drive aor subj mid 2nd sg ἐλάσῃ , ἐλαύνω drive aor subj act 3rd sg ἐλάσῃ , ἐλαύνω drive fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλασμα — Το πλατύ μέρος του φύλλου, το κυρίως φύλλο. Κάθε πλατύ φύλλο αποτελείται από τρία μέρη, τον κολεό, τον μίσχο και το έ. Πολλά φυτά που δεν έχουν έ. διαθέτουν βελονοειδή ή κυλινδρικά φύλλα. Τα φύλλα που έχουν έ. μπορεί να φέρουν μίσχο και τότε… … Dictionary of Greek
ελατότητα — Η ιδιότητα ενός υλικού να μπορεί να διαμορφωθεί με σφυρηλάτηση ή με έλαση (συνεχή συμπίεση σε θερμή ή ψυχρή κατάσταση, ανάμεσα σε δύο παράλληλους κυλίνδρους που στρέφονται αντίθετα) και να μεταβληθεί εύκολα, χωρίς να σπάει, σε φύλλα. Η ε. είναι… … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
ελασμός — ἐλασμός, ο (Α) 1. έλαση, εκδίωξη 2. έλασμα, φύλλο μετάλλου … Dictionary of Greek
λάμα — I Βουδιστές ιερείς. Βλ. λ. λαμαϊσμός· Δαλάι Λάμα. II Ποταμός της Ρωσίας, στις περιοχές Μόσχα και Καλίνιν. Βλ. λ. Μόσκοβας. * * * (I) η μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού») 2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται… … Dictionary of Greek
μαλακτικότητα — η [μαλακτικός] 1. η ικανότητα για μάλαξη, για μαλάκωμα 2. (μεταλργ.) η ιδιότητα τών μετάλλων να διαπλατύνονται και να διαμορφώνονται σε φύλλα με σφυρηλάτηση ή με έλαση … Dictionary of Greek
μαλακτός — ή, ό (AM μαλακτός, ή, όν, Μ και μαλαχτός, ή, όν) [μαλάσσω] αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, εύπλαστος νεοελλ. (μεταλργ.) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση ή με έλαση. επίρρ... μαλακτά (Μ) ήρεμα, με ήπιο τρόπο … Dictionary of Greek